- προΐημι
- Α [ἵημι]1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ' Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.)2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον' ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.)3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ χειρῶν προέηκε», Ομ. Οδ.)4. (για αλιέα) πετώ στη θάλασσα («ἁλιεύς... ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας ἀγραύλοιο», Ομ. Οδ.)5. εκσφενδονίζω κάτι προς τα εμπρός («Φηγεύς ῥα πρότερος προΐει δολιχόσκιον ἔγχος», Ομ. Ιλ.)6. (για ποταμό) εκβάλλω, χύνω («ὅς ρ' ἐς Πηνειὸν προΐει καλλίρροον ὕδωρ», Ομ. Ιλ.)7. προδίδω («οἱ δέ μιν ἐξαιτέονται προεῑναι κελεύοντες Κυμαίους», Ηρόδ.)8. (με αυτοπαθή αντων.) επιδίδομαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («οὔκουν δεῑ ἀμελεῑν οὐδ' ἐπὶ τὸ αὐτίκα ἡδὺ προϊέναι αὑτούς», Ξεν.)9. μέσ. προΐεμαια) (σχετικά με εκρίμματα, βλαστούς κ.λπ.) χύνω, αποβάλλω ή βγάζω (α. «κόπρον δὲ προΐεται, ἕως ἂν ῇ σκωλήκιον», Αριστοτ.β. «αἳ διαθερμαινόμεναι τῇ ὥρᾳ προΐενται τοὺς βλαστούς», θεόφρ.)β) (σχετικά με ήχο) εκφωνώ, εκπέμπω («καὶ πᾱσαν προϊέμενοι φωνήν», Πολ.)γ) διώχνω προς κάποιο μέροςδ) αφήνω, παραδίδω («τὴν Κέρκυραν έβούλοντο μὴ προέσθαι τοῑς Κορινθίοις», Θουκ.)ε) αφήνω, εγκαταλείπωστ) αφήνω κάποιον να διαφύγειζ) αφήνω να παρέλθει («μὴ προΐεσθαι διὰ κενῆς τὸν χρόνον», Πολ.)η) (σπαν. με καλή σημ.) εμπιστεύομαι σε κάποιονθ) δωρίζω, παραχωρώ, χαρίζω («προέσθαι τὴν εὐεργεσίαν ἄνευ μισθοῡ», Πλάτ.)ι) παραδίδω κάτι χωρίς πληρωμήια) δανείζωιβ) αποβάλλω, απορρίπτω («θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῡ γυμνόν ἐν τῷ χιτωνίσκω γενέσθαι», Δημοσθ.)ιγ) χάνω («εἰ γὰρ προήσεσθε τοῡτον τὸν καιρόν», Λυκούργ.)ιδ) είμαι απερίσκεπτος («μὴ προέσθαι μηδ' ἐᾱσαι κατασχεῑν Φίλιππον», Δημόσθ.)10. φρ. «προΐημι ἔπος» — πετώ έναν λόγο απερίσκεπτα.
Dictionary of Greek. 2013.